- ἰδιορρυθμίας
- ἰδιορρυθμίᾱς , ἰδιορρυθμίαfem acc plἰδιορρυθμίᾱς , ἰδιορρυθμίαfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρεζιοναλισμός — ο, Ν (κοινων.) 1. μελέτη τών κοινωνικών φαινομένων μιας συγκεκριμένης περιοχής, η οποία λαμβάνει υπ όψιν τόσο το φυσικό περιβάλλον όσο και την πολιτιστική της ανάπτυξη 2. (κατ επέκτ.) πολιτιστικό κίνημα που έχει ως στόχο την προστασία τής… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek